- προαπογιγνώσκω
- Απέφτω σε απόγνωση εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀπογιγνώσκω «βρίσκομαι σε απελπιστική θέση, σε απόγνωση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek